Πολωνός

Πολωνός
ο , Πολωνίς (-ίδος) η см. Πολωνέζος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Πολωνός" в других словарях:

  • Μολοντόφσκι — Πολωνός φιλέλληνας. Όταν άρχισε η Επανάσταση κατέβηκε στην Ελλάδα και κατατάχτηκε στο σώμα των φιλελλήνων. Έπεσε ηρωικά στη μάχη του Πέτα (1822) …   Dictionary of Greek

  • Στρτζεμίνσκι, Βλαδίσλαος — Πολωνός ζωγράφος και χαράκτης (Μινσκ 1893 – Λοτζ 1952). Σπούδασε στη σχολή του μηχανικού του στρατού στην Πετρούπολη και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας. Στα έργα του αντιπροσωπεύει την αφηρημένη ζωγραφική… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Γκουρνίτσκι, Λούκας — (LucasGornicki, 1527 – 1603). Πολωνός συγγραφέας. Διετέλεσε γραμματέας και βιβλιοθηκάριος του βασιλιά Σιγισμούνδου Αυγούστου. Τα έργα του είναι Ο Πολωνός Δημόκριτος ως αυλικός (1856) και Ιστορία του πολωνικού στέμματος από το 1583 έως το 1572… …   Dictionary of Greek

  • Κισλόφσκι, Κριστόφ — (Krzysztof Κieslowski, Βαρσοβία 1941 – Λίμνη Μαζουρίας 1996). Πολωνός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε στη φημισμένη κινηματογραφική σχολή του Λοτζ και ασχολήθηκε με το ντοκιμαντέρ και την τηλεόραση (Η ουλή, 1976) προτού… …   Dictionary of Greek

  • Μιτσκιέβιτς, Άνταμ — (Adam Mickiewicz, Νοβογκρόντεκ, Βίλνα 1798 – Κωνσταντινούπολη 1855). Πολωνός ποιητής. Από οικογένεια της μικρής αριστοκρατίας, γρήγορα γνώρισε οικονομικές δυσχέρειες, που τον ακολούθησαν σε όλη του τη ζωή. Μια υποτροφία του επέτρεψε να φοιτήσει… …   Dictionary of Greek

  • Πεντερέτσκι, Κριστόφ — (Penderecki Kzrystof, Ντέμπικα 1933 –) Πολωνός συνθέτης. Σπούδασε μουσική στο Ωδείο της Κρακοβίας και ξαφνικά απέκτησε διεθνή φήμη το 1959, όταν κέρδισε και τα τρία βραβεία του διαγωνισμού σύνθεσης της Ένωσης Πολωνών Συνθετών, με τα έργα του… …   Dictionary of Greek

  • Σοπέν, Φρειδερίκος Φραγκίσκος — (Chopin). Πολωνός συνθέτης και πιανίστας (Ζελάζοβα Βόλα 1810 Παρίσι 1849). Αποκάλυψε πολύ νωρίς το μουσικό του ταλέντο και άρχισε γρήγορα τη μελέτη του πιάνου του οργάνου της προτίμησης του, στο οποίο κυρίως αφιέρωσε την ιδιοφυΐα του κι έκανε την …   Dictionary of Greek

  • Λέχος — Λέχος, ὁ (Μ) Πολωνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. Leh] …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»